- ἐγγεότοκος
- ἐγγεότοκος, ον,A v. ἐγγειότοκος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγγειότοκος — ἐγγειότοκος και ἐγγεότοκος, ον (Α) αυτός που φύεται ή αυξάνεται μέσα στη γη … Dictionary of Greek